- οστρακώδης
- -ες (ΑΜ ὀστρακώδης, -ῶδες) [όστρακον]1. αυτός που μοιάζει με όστρακο, οστρακοειδής2. αυτός που αποτελείται από όστρακο, οστράκινος («δέρμα μαλακὸν καὶ μὴ ὀστρακῶδες, ὥσπερ τῆς χελώνης», Αριστοτ.)νεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οστρακώδη(ζωολ.-παλαιοντ.) υφομοταξία εντομοστράκων καρκινοειδών, με 2.000 και πλέον αρτίγονα είδη, που το σώμα τους περικλείεται σε δίθυρο όστρακονεοελλ.-μσν.αυτός που λάμπει, που γυαλίζει σαν όστρακο(«οι ροδαλές οστρακώδεις ανταύγειες τ' ουρανού», Ζερβ.)αρχ.1. (για τόπο) γεμάτος κεραμίδια, όστρακα, ή πετρώδης, βραχώδης, σκληρός σαν όστρακο2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) πήλινα αγγεία3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀστρακώδες(ενν. μέρος) το όστρακο τών οστρακωδών γενικώς.
Dictionary of Greek. 2013.